αλλοτριώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αλλοτριώνω αρχαία ελληνική ἀλλοτριόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αλλοτριώνω
✦ αποξενώνω
✦ μεταβιβάζω κυριότητα σε άλλον, πουλώ
✦ επηρεάζω το χαρακτήρα κάποιου, ώστε να γίνει αλλιώτικος
✦ (μέσ.) αλλοτριώνομαι, αποξενώνομαι
✦ μεταβάλλομαι
Συνώνυμα
εκποιώ
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–