αλλοτρίωση


αλλοτρίωση
Προφορά

Ετυμολογία
αλλοτρίωση μεταγενέστερη ελληνική ἀλλοτρίωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αλλοτρίωση

✦ αποξένωση
✦ (ειδ.) μεταβίβαση πράγματος, δικαιώματος κτλ. σε άλλους
✦ αλλοίωση του χαρακτήρα, απώλεια της ιδιαίτερης προσωπικότητας

Συνώνυμα
εκποίηση, πώληση
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.