αλλοπαρμένος


αλλοπαρμένος
Προφορά

Ετυμολογία
αλλοπαρμένος άλλος + παρμένος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλλοπαρμένος -η, -ο

✦ αυτός που τον έχει πάρει ο άλλος (= ο διάβολος), ανισόρροπος: χόρευε μοναχός του αλλοπαρμένος, ολομέθυστος (Ν. Καζαντζάκης)

Συνώνυμα
παλαβός, βλαμμένος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.