αλληλοδιείσδυση
Προφορά
Ετυμολογία
αλληλοδιείσδυση αλληλοδιεισδύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αλληλοδιείσδυση
✦ αμοιβαία διείσδυση: ένα συναίσθημα αλληλοδιείσδυσης της ζωής μέσα στο όνειρο και του όνειρου μες στη ζωή (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–