αλληλοδιδακτικός
Προφορά
Ετυμολογία
αλληλοδιδακτικός αλλήλων + διδακτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αλληλοδιδακτικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στην αμοιβαία διδασκαλία
✦ αλληλοδιδακτική μέθοδος, παιδαγωγική μέθοδος ευρύτατα διαδεδομένη στις αρχές του 19ου αιώνα· η ανάθεση σε μεγάλους και ευφυείς μαθητές της διδασκαλίας και καθοδήγησης των μικρών και αδυνατότερων μαθητών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–