αλληλεπίκουρος


αλληλεπίκουρος
Προφορά

Ετυμολογία
αλληλεπίκουρος αλληλο- + επίκουρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλληλεπίκουρος -η, -ο

✦ αυτός που βοηθεί κάποιον και συγχρόνως βοηθείται απ’ αυτόν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.