αλληλεγγύη
Προφορά
Ετυμολογία
αλληλεγγύη μεταγενέστερη ελληνική ἀλληλεγγύη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αλληλεγγύη
✦ ο στενός δεσμός που ενώνει τα άτομα ενός συνόλου, η αναγνώριση και ο σεβασμός αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, η συμπαράσταση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–