αλληλεγγυότητα


αλληλεγγυότητα
Προφορά

Ετυμολογία
αλληλεγγυότητα αλληλέγγυος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αλληλεγγυότητα

✦ η ιδιότητα του αλληλέγγυου, κοινή υποχρέωση ή ευθύνη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.