αλληλέγγυος
Προφορά
Ετυμολογία
αλληλέγγυος μεταγενέστερη ελληνική ἀλληλέγγυος
Ερμηνεία
αλληλέγγυος
✦ -υα, -υο επίθ. (Κ -ος, -ον) ο αμοιβαία εγγυόμενος, που έχει κοινή υποχρέωση ή ευθύνη μαζί με άλλον ή άλλους
✦ συμπαραστάτης
✦ ουδ. το αλληλέγγυον ως ουσ., η σχέση αλληλεγγύης, ο σεβασμός και η αναγνώριση αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
Συνώνυμα
συνυπεύθυνος, συνυπόλογος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αλληλέγγυα (Κ αλληλεγγύως)