αλληλ-
Προφορά
Ετυμολογία
αλληλ- θ. της αρχαία ελληνική αντων. ἀλλήλων
Ερμηνεία
αλληλ-
✦ ως α΄ συνθετ. δηλώνει ότι εκείνο που φανερώνει το β΄ συνθετ. γίνεται, στρέφεται ή επενεργεί με αμοιβαιότητα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις. Εκτός από τα συνήθη σύνθετα μπορούν να σχηματισθούν, κατά περίπτωση, και πολλά άλλα με πρόδηλο το νόημά τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–