αλεπουδιά
Προφορά
Ετυμολογία
αλεπουδιά αλεπού
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αλεπουδιά
✦ πανουργία, δολιότητα
✦ κατεργαριά, ζαβολιά
✦ πονηριά: τα σερβίριζε… η μοσκαναθρεμμένη του σπιτιού, μ’ ένα σωρό νάζια κι αλεπουδιές (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–