αλεξιπτωτιστής


αλεξιπτωτιστής
Προφορά

Ετυμολογία
αλεξιπτωτιστής αλεξίπτωτον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αλεξιπτωτιστής

✦ θηλ. αλεξιπτωτίστρια ο εκπαιδευμένος στην πτώση από αεροπλάνο με αλεξίπτωτο
(μτφ. ) αυτός που καταλαμβάνει θέση σε υπηρεσία, με ευνοιοκρατικό τρόπο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.