αλεξιβρόχιο
Προφορά
Ετυμολογία
αλεξιβρόχιο αλεξι- + βροχή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αλεξιβρόχιο
✦ ομπρέλα για την προφύλαξη από τη βροχή: ήταν ενήλικοι… και βαστούσαν αλεξιβρόχια (διότι, όπως είπα, έβρεχε) (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–