αλεξι-
Προφορά
Ετυμολογία
αλεξι- ἀλεξ- θ. του αρχαίου ελληνικού ρ. ἀλέξω (= αποκρούω) + συνδετ. φων. -ι
Ερμηνεία
αλεξι-
✦ ως α΄ συνθετικό σε λόγιες λέξεις σημαίνει απόκρουση, απομάκρυνση κάποιου κακού που δηλώνεται με το β΄ συνθετικό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–