αλεξητήριος


αλεξητήριος
Προφορά

Ετυμολογία
αλεξητήριος αρχαία ελληνική ἀλεξητήριος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλεξητήριος -ια, -ιο

✦ ο κατάλληλος στο να αποκρούει το κακό: γράφω με τη μαγική μου ράβδο… εφέσια γράμματα, αλεξητήρια (Χατζηκυριάκος – Γκίκας)
✦ ουδ. το αλεξητήριο(ν) ως ουσ., κάθε αμυντικό ή προφυλακτικό μέσο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.