αλειτούργητος


αλειτούργητος
Προφορά

Ετυμολογία
αλειτούργητος αρχαία ελληνική ἀλειτούργητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλειτούργητος -η, -ο

✦ αυτός που δε λειτουργήθηκε ή που δεν παρακολουθεί τη θεία λειτουργία
✦ άθεος, άθρησκος
✦ αλειτούργητη εκκλησία, που δεν καθαγιάστηκε ή όπου δε γίνονται λειτουργίες: σαν εκκλησιά αλειτούργητη, σα χώρα κουρσεμένη (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.