αλειτουργησία
Προφορά
Ετυμολογία
αλειτουργησία αρχαία ελληνική ἀλειτουργησία
Ερμηνεία
αλειτουργησία
✦ το να μην τελείται, για μεγάλο χρονικό διάστημα, θρησκευτική ακολουθία
✦ το να μην πηγαίνει κάποιος σε θρησκευτικές ακολουθίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–