αλαφροΐσκιωτος


αλαφροΐσκιωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αλαφροΐσκιωτος αλαφρός + ισκιώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλαφροΐσκιωτος -η, -ο

✦ ο ικανός, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, να βλέπει αόρατες δυνάμεις, πνεύματα, ξωτικά κτλ.: αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι είδες (Διον. Σολωμός)
✦ αυτός που θεωρείται γούρικος, καλορίζικος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.