αλαφιάζω


αλαφιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
αλαφιάζω αλάφι

Ερμηνεία
ρήμα αλαφιάζω

✦ κυριεύομαι από ξαφνικό φόβο, τρομάζω: ο κόσμος αλαφιάστηκε στον ύπνο του από το βρόντο (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.