αλατόμητος
Προφορά
Ετυμολογία
αλατόμητος μεταγενέστερη ελληνική ἀλατόμητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αλατόμητος -η, -ο
✦ αυτός που δεν κόπηκε από λατομείο, που δεν έχει λατομηθεί: μάρμαρα αλατόμητα
✦ αλατόμητη γη, χωρίς λατομεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–