αλατοπίπερο
Προφορά
Ετυμολογία
αλατοπίπερο αλάτι + πιπέρι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αλατοπίπερο
✦ αλάτι και πιπέρι ανάμεικτα ή χωριστά
✦ (μτφ. ) φανταστικά και εντυπωσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται στον προφορικό ή γραπτό λόγο: συναρπαστική η αφήγησή του αλλά με μπόλικο αλατοπίπερο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–