αλέα


αλέα
Προφορά

Ετυμολογία
αλέα └γαλλ┘ allée

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αλέα

✦ δεντροστοιχία: την έθαψα στο κοιμητήρι των ερώτων, λευκοντυμένη, κάτω απ’ τις αλέες (Ν. Βρεττάκος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.