αλάτρευτος


αλάτρευτος
Προφορά

Ετυμολογία
αλάτρευτος ἀ στερητικό + λατρευτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλάτρευτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν λατρεύεται ή που δεν υπήρξε αντικείμενο λατρείας
✦ που δεν αξίζει λατρεία
✦ που δεν βρήκε στοργή και περιποίηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αλάτρευτα, χωρίς λατρεία, χωρίς στοργή ή περιποίηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.