ακόπριστος
Προφορά
Ετυμολογία
ακόπριστος μεταγενέστερη ελληνική ἀκόπριστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακόπριστος -η, -ο
✦ που δεν έχει λιπανθεί με κοπριά: πώς να δέσουν οι καρποί, αφού τα δέντρα έμειναν ακόπριστα φέτος;
✦ που δεν λερώθηκε με κοπριά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–