ακτουαλισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ακτουαλισμός └γαλλ┘ actualisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ακτουαλισμός
✦ γεωλογική μέθοδος εργασίας που εξηγεί τα γεωλογικά φαινόμενα του παρελθόντος με τη μελέτη των γεωλογικών φαινομένων του παρόντος
✦ (φιλοσ.) θεωρία που δέχεται ως βασική ουσία του πνεύματος τη δράση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–