ακτινοσκοπικός


ακτινοσκοπικός
Προφορά

Ετυμολογία
ακτινοσκοπικός ακτινοσκοπώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακτινοσκοπικός -ή, -ό

✦ που γίνεται με ακτινοσκόπηση: ακτινοσκοπική εξέταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.