ακτινοβόληση


ακτινοβόληση
Προφορά

Ετυμολογία
ακτινοβόληση ακτινοβολώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ακτινοβόληση

✦ το να υποβάλλεται ένας ζωντανός οργανισμός ή πράγμα σε ιοντίζουσες ακτινοβολίες για θεραπευτικούς ή πειραματικούς σκοπούς ή για αποστείρωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.