ακρόαση
Προφορά
Ετυμολογία
ακρόαση αρχαία ελληνική ἀκρόασις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ακρόαση
✦ το να ακούει κανείς με προσοχή
✦ συνέντευξη με πρόσωπα που κατέχουν κάποια υπεύθυνη θέση
✦ φρ. ούτε φωνή, ούτε ακρόαση, αδιαφορία σε παράκληση, παράπονο κτλ. |(ιατρ.) εξέταση ασθενούς από γιατρό, με το αφτί ή με ειδικό ακουστικό όργανο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–