ακρωτηριασμός
Προφορά
Ετυμολογία
ακρωτηριασμός ακρωτηριάζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ακρωτηριασμός
✦ αποκοπή των άκρων ενός πράγματος
✦ αποκοπή μελών από το σώμα ανθρώπων ή ζώων
✦ (μτφ. ) περικοπή, κουτσούρεμα: ο ακρωτηριασμός του κειμένου ήταν τέτοιος που αλλοίωσε το νόημά του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–