ακρωτήριο


ακρωτήριο
Προφορά

Ετυμολογία
ακρωτήριο αρχαία ελληνική ἀκρωτήριον

Ερμηνεία
ακρωτήριο

✦ (Κ ακρωτήριον) στενή άκρη της ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα
✦ κόσμημα αετώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.