ακροβασία
Προφορά
Ετυμολογία
ακροβασία ακροβάτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ακροβασία
✦ το βάδισμα με τις άκρες των δακτύλων
✦ η τέχνη του ακροβάτη
✦ (μτφ. ) επικίνδυνη ή εντυπωσιακή προσπάθεια: άδεια του λόγου ακροβασία (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–