ακροαματικότητα
Προφορά
Ετυμολογία
ακροαματικότητα ακροαματικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ακροαματικότητα
✦ η ιδιότητα ενός ακροάματος να προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού, καθώς και το ποσοστό των ακροατών που παρακολουθεί ένα ακρόαμα (πρβλ. για την τηλεόραση θεαματικότητα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–