ακρινός


ακρινός
Προφορά

Ετυμολογία
ακρινός από το επίθετο άκρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακρινός -ή, -ό

✦ ο ακραίος, που βρίσκεται στην άκρη: τες εμάζωξε εις το μέρος του Ζαλόγγου το ακρινό της ελευθερίας ο έρως (Διον. Σολωμός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.