ακριμάτιστος
Προφορά
Ετυμολογία
ακριμάτιστος ἀ στερητικό + κριματίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακριμάτιστος -η, -ο
✦ αυτός που δεν κριμάτισε, που δεν έχει αμαρτίες: βρέθηκε ακριμάτιστος όταν τον πήρε ο Χάρος (Β. Ρώτας)
Συνώνυμα
αναμάρτητος, αθώος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–