ακριλικός


ακριλικός
Προφορά

Ετυμολογία
ακριλικός └γαλλ┘ acrylique

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακριλικός -ή, -ό

✦ ακριλικό οξύ, οργανική, ακόρεστη ένωση, υγρό με δριμύτατη οσμή· τα παράγωγά του χρησιμοποιούνται στην κατασκευή οπτικών εξαρτημάτων
✦ ακριλικές ίνες, συνθετικές, τεχνητές ίνες που κατασκευάζονται με πολυμερισμό του ακριλικού νιτριλίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.