ακούμπισμα


ακούμπισμα
Προφορά

Ετυμολογία
ακούμπισμα ακουμπώ

Ερμηνεία
ακούμπισμα

✦ η ενέργεια του ακουμπώ, η στήριξη σε σταθερό σημείο
✦ το μέρος όπου στηρίζεται κάτι
✦ το πρόσωπο στο οποίο στηρίζεται κάποιος, αποκούμπι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.