ακούγω
Προφορά
Ετυμολογία
ακούγω αρχαία ελληνική ἀκούω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ακούγω
✦ έχω την αίσθηση της ακοής, αντιλαμβάνομαι, νιώθω με την ακοή: ακούω τους ήχους των τυμπάνων (Ν. Καρούζος) – ενώ εις την οδόν έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί (Κ. Καβάφης)
✦ πληροφορούμαι, μαθαίνω: άκουσα πως θα απεργήσουν πάλι οι τραπεζικοί
✦ υπακούω, πειθαρχώ: δεν ακούει τους γονείς του
✦ ακούγομαι, φημίζομαι, έχω αποκτήσει φήμη: έχει πετύχει στο υπ – τι ακούς; τι μαθαίνεις; – πού ακούστηκε!, για να δηλωθεί έκπληξη, διαμαρτυρία ή αγανάκτηση για πράξη ή γεγονός: πού ακούστηκε δεκαπεντάχρονη κοπέλα να μένει μόνη της
Συνώνυμα
ακροάζομαι, ακροώμαι, αφογκράζομαι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–