ακουμπώ
Προφορά
Ετυμολογία
ακουμπώ λατ. accumbo (= κατακλίνομαι)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ακουμπώ
✦ αγγίζω κάτι: ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπό της
✦ στηρίζομαι κάπου: ακούμπησε σ’ ένα έπιπλο για να μην πέσει
✦ καταθέτω χρήματα σε τράπεζα ή τοποθετώ αντικείμενο σε ενεχυροδανειστήριο
✦ ξοδεύω, πληρώνω ακριβά: για να σε προσέξει ο γιατρός, πρέπει να του τα ακουμπήσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–