ακουμπιστός


ακουμπιστός
Προφορά

Ετυμολογία
ακουμπιστός ακουμπίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακουμπιστός -ή, -ό

✦ που ακουμπά, ακουμπισμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ακουμπιστά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.