ακουμπιστήρι


ακουμπιστήρι
Προφορά

Ετυμολογία
ακουμπιστήρι ακουμπίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ακουμπιστήρι

✦ στήριγμα, το μέρος όπου ακουμπά, στηρίζεται κάτι: στήριζε τον αγκώνα στ’ ακουμπιστήρι της πολυθρόνας (Άγγ. Τερζάκης)
(μτφ. ) προστασία, καταφύγιο, αποκούμπι: και κανενός ακουμπιστήρι, σκέπη δεν είμαι κανενός (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.