ακουκούλωτος


ακουκούλωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακουκούλωτος ἀ στερητικό + κουκουλώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακουκούλωτος -η, -ο

✦ ο χωρίς κουκούλα
✦ αυτός που δεν σκεπάστηκε μέχρι το κεφάλι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.