ακουβάλητος


ακουβάλητος
Προφορά

Ετυμολογία
ακουβάλητος ἀ στερητικό + κουβαλώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακουβάλητος -η, -ο

✦ αυτός που δεν μεταφέρθηκε: ακουβάλητα έπιπλα
✦ που δεν μπορεί να μεταφερθεί: με τόσα βιβλία μέσα, το χαρτοκούτι είναι ακουβάλητο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ακουβάλητα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.