ακουαρέλα


ακουαρέλα
Προφορά

Ετυμολογία
ακουαρέλα └ιταλ┘acquarella

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ακουαρέλα

✦ είδος ζωγραφικής με χρώματα διαλυμένα σε νερό, υδατογραφία: η τεχνική της ακουαρέλας έδειξε τις δυνατότητες μιας ζωγραφικής πιο φωτεινής, με περισσότερες διαφάνειες (Χατζηκυριάκος-Γκίκας)
✦ πίνακας ζωγραφικής με υδροχρώματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.