ακοστολόγητος


ακοστολόγητος
Προφορά

Ετυμολογία
ακοστολόγητος ἀ στερητικό + κοστολογώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακοστολόγητος -η, -ο

✦ που δεν κοστολογήθηκε, δεν ορίστηκε το κόστος του: ακοστολόγητα εμπορεύματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ακοστολόγητα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.