ακοσκίνιστος


ακοσκίνιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακοσκίνιστος ἀ στερητικό + κοσκινίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακοσκίνιστος -η, -ο

✦ που δεν καθαρίστηκε με κόσκινο: ακοσκίνιστο αλεύρι
(μτφ. ) που δεν υποβλήθηκε σε λεπτομερή έλεγχο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ακοσκίνιστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.