ακορφολόγητος


ακορφολόγητος
Προφορά

Ετυμολογία
ακορφολόγητος ἀ στερητικό + κορφολογώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακορφολόγητος -η, -ο

✦ που δεν κορφολογήθηκε, που δεν έχουν κοπεί οι κορυφές από τους βλαστούς του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.