ακοπιάριστος


ακοπιάριστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακοπιάριστος ἀ στερητικό + κοπιάρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακοπιάριστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει βγει σε κόπιες, δεν έχει αντιγραφεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.