ακοκκίνιστος


ακοκκίνιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακοκκίνιστος ἀ στερητικό + κοκκινιστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακοκκίνιστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει βαφεί κόκκινος
✦ αναιδής, που δεν κοκκίνησε από ντροπή
✦ (για φαγητό) που δεν περιέχει ντομάτα

Συνώνυμα
ανερυθρίαστος
Αντίθετα

Επιρρήματα
ακοκκίνιστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.