ακοινώνητος


ακοινώνητος
Προφορά

Ετυμολογία
ακοινώνητος αρχαία ελληνική ἀκοινώνητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακοινώνητος -η, -ο

✦ που αποφεύγει την επικοινωνία με τους άλλους
✦ ο αγενής, που δεν συμπεριφέρεται με ευγένεια
✦ που δε μετάλαβε τη θεία κοινωνία: σαράντα χρόνια ακοινώνητος, στα τελευταία του ζήτησε να κοινωνήσει

Συνώνυμα
μονόχνοτος ,αμετάλαβος
Αντίθετα
κοινωνικός
Επιρρήματα
ακοινώνητα (Κ ακοινωνήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.