ακοινοποίητος


ακοινοποίητος
Προφορά

Ετυμολογία
ακοινοποίητος ἀ στερητικό + κοινοποιώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακοινοποίητος -η, -ο

✦ που δεν κοινοποιήθηκε
✦ που δεν πρέπει να κοινοποιηθεί, απόρρητος
✦ (για δημόσιο έγγραφο) που δεν επιδόθηκε στους ενδιαφερόμενους: ακοινοποίητη εγκύκλιος

Συνώνυμα
αγνωστοποίητος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.